- υποθρόνιον
- τὸ, Αβλ. ὑποθρόνιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποθρονίου — ὑποθρόνιον footstool neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποθρόνιος — ον, Α 1. εκκλ. αυτός που βρίσκεται ή διαμένει κάτω από τον θρόνο τού θεού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑποθρόνιον (στην ποίηση) υποπόδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + θρόνος] … Dictionary of Greek